- σαγή
- η, ΝΑνεοελλ.το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωσηαρχ.1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.)2. οδοιπορικός σάκος, δισάκι3. σκεύη, έπιπλα4. οπλισμός («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)5. σάγμα, σαμάρι6. καθετί που γεμίζει το σάγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -ή (πρβλ. ταγ-ή)].
Dictionary of Greek. 2013.